- προσστέλλω
- ΜΑ(η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεσταλμένος, -η, -ονα) αυτός που είναι πολύ κοντά σε κάτι, ο προσκολλημένος σε κάτι («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», Λουκιαν.)(αρχ)1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες καρχησίῳ τὸ κέρας προσεστείλαμεν», Λουκιαν.)2. συστέλλω («προσστέλλω τοὺς μηρούς», Αριστοτ.)3. (μέσ. και παθ.) προσστέλλομαια) (για πρόσ.) έρχομαι κοντά σε άλλους και, κυρίως, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι κάπου4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μτφ. ανεπιτήδευτος, απλός («ἐπιστήμη προσεσταλμένη και κοσμία», Πλατ.).
Dictionary of Greek. 2013.